- ανομολόγητος
- -η, -ο (AM ἀνομολόγητος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός3. απερίγραπτος, τερατώδηςαρχ.1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά2. το ουδ. ως ουσ. το ανομολόγητονη ασυμφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.